- κυκλωπίς
- κυκλωπίς, -ίδος, ἡ (Α)βλ. κυκλώπιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυκλωπίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλωπίς — Κυκλώπιος fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώπιος — ία, ο (Α κυκλώπιος, ία, ον, θηλ. και εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, ίδος) [Κύκλωψ] κυκλώπειος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπία συγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός… … Dictionary of Greek